Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Ας μην το κουράζουμε άλλο

Είναι άραγε η ανασφάλεια που κάνει τους ανθρώπους να μην παραδέχονται πως κάτι έχει τελειώσει και να αρνούνται να εγκαταλείψουν την προσπάθεια; Είναι η μοναξιά, είναι η αβεβαιότητα για το τι τους επιφυλάσσει το μέλλον ή μήπως είναι απλά εγωισμός; Γιατί δυσκολεύονται απλά να δουν ότι καμιά φορά you just have to let go; Κι εγώ έχω πέσει σ' αυτή τη λούμπα δυο τρεις φορές στην πολυτάραχη ζωή μου, έμαθα, όμως, από τα λάθη μου και πλέον αναγνωρίζω αμέσως το cue line για να κάνω την αποχώρηση. Παρόλ' αυτά, υπάρχει πολύς κόσμος που απλά δε θέλει ν'απαγκιστρωθεί. Κι εκεί σταματά η λογική κι αρχίζουν τα ευτράπελα. Κοινώς, ζεις το θέατρο του παραλόγου, με τον έναν πρωταγωνιστή να φέρει παρωπίδες και να παίζει επ'αόριστον το κύκνειο άσμα και τον άλλον να εύχεται ενδόμυχα να πέσει η αυλαία και να τους πλακώσει μπας κι επιτέλους το πάρει απόφαση ο πρώτος πως ΤΕΛΟΣ. FIN. THE END. FINITO LA MUSICA.
Μιλούσα με τον ξάδερφο μου σήμερα και πολύ σωστά μου έλεγε πως για να ταιριάξουν δυο άνθρωποι χρειάζονται πολλά να συμβούν και ότι τα δυο σημαντικότερα (πέρα από τη συναστρία χα χα χα) είναι η χημεία και το σωστό timing. Δηλαδή, μπορεί να έχεις απέναντι σου τον πιο καλό άνθρωπο του κόσμου, μπορεί να είναι το απόλυτο "πακέτο" (and God, have I met a couple of those in my life) αλλά να είσαι σε τόσο διαφορετική φάση ή τέλοσπάντων να μην κάνει κλικ το θέμα, να μην "κουμπώνει" όσο και να το πιέζεις. Και η αλήθεια είναι πως αν κάτι το ζορίζεις για να δουλέψει, αν το παλεύεις σώνει και καλά για να πετύχει, πάντα η υπερ-προσπάθεια γυρίζει μπούμεραγκ. Συν του ότι, κακά τα ψέματα, θα πρέπει να σου βγαίνει κάτι εντελώς αβίαστα από την αρχή. Αν από day number one κάνεις απόπειρες, συμβιβασμούς και παραχωρήσεις μόνο και μόνο για να τσουλίσει κάτι, sorry αλλά έχεις χάσει το παιχνίδι και το νόημα. Ιt is not meant to be - period.
Η κολλητή είναι υπέρμαχος της δεύτερης προσπάθειας. Και της τρίτης και της τέταρτης, θα' λεγα εγώ. Πιστεύει στο ότι σε μια σχέση πρέπει να το παλέψεις. ΟΚ, δεν αντιλέγω, να είσαι με τον άλλον τον άπειρο καιρό μαζί, να έχετε περάσει τα απίστευτα σκηνικά και να υπάρχει ρε παιδί μου ένα bonding και κάτι κάποια στιγμή να πάει στραβά, εκεί δε λέω, μαζί σου φιλενάδα, να βάλεις τον κώλο σου κάτω και να μοχθήσεις να το λύσεις το πρόβλημα. Όπως κάνανε παλιά και οι γονείς μας, που τότε δεν υπήρχε η εύκολη λύση του quickie διαζυγίου. Κάνανε υποχωρήσεις, κάνανε θυσίες, κάνανε γαργάρα πολλά που τους ενοχλούσανε. Ναι, αλλά ήταν παντρεμένοι και ήταν ήδη γονείς. Αν δεν ενεργούσαν με αυτό το συμβιβαστικό τρόπο, θα τα'χανε τινάξει όλα στον αέρα. Κι έτσι πρέπει να είναι στα παντρεμένα ζευγάρια, να βρίσκουν πάντα κοινές συνιστώσες και να βάζουν πίσω τους εγωισμούς. Και να μην εγκαταλείπουν, γιατί η παραίτηση είναι σαν ακύρωση της μέχρι τώρα κοινής πορείας.
Όταν όμως δυο άνθρωποι είναι ακόμα στο αναγνωριστικό στάδιο και εξετάζουν κατά κάποιο τρόπο αν τους κάνει ο άλλος, αν μπορούν να μοιραστούν μαζί του εμπειρίες, αν μπορούν να τον πάρουν από το χέρι και να πορευτούν αγκαλιά, ε συγνώμη δε θα ισοπεδώσουμε από την αρχή όλα μας τα θέλω, δε θα παραβλέψουμε όλα όσα μας ενοχλούν μόνο και μόνο για να κάνουμε την πορεία επί τούτου. Εγώ λέω πως η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται. Κι αν κάτι σε χαλάει εξαρχής, καλύτερα να το τελειώνεις προτού προχωρήσει εις βάθος η ιστορία και αρχίζεις να δένεσαι.  Αν βλέπεις τις μαλακίες νωρίς, έχεις εικόνα για το τι θα επακολουθήσει αργότερα. Και κακά τα ψέματα, καλύτερα δε θα γίνει, πάντα θα συσσωρεύονται κι άλλες παπαριές, ολοένα θα βρίσκεσαι αντιμέτωπος με εκνευριστικές καταστάσεις κι αργά ή γρήγορα θα χτυπάς το κεφάλι στον τοίχο που δεν το τελείωσες το θέμα όσο ήταν ακόμα στα σπάργανα.
Δεν ξέρω αν αυτό είναι στυγνή λογική και αν δεν αφήνει περιθώρια για συναίσθημα. Ίσως εξαρτάται κι από το πόσο αγαπάει κανείς τον εαυτούλη του και πόσο διατεθειμένος είναι να φάει κι άλλα σκατά. Προσωπικά, θεωρώ πως έχω φάει πολλά από δαύτα και έχω χορτάσει. Ταλαιπώριες, στενοχώριες, γκρίνιες και καυγάδες δεν είναι πλέον my cup of tea. Δεν είμαι και 18χρονών να τα περνάω όλα στο ντούκου και να τα αντιμετωπίζω αψήφιστα. Η κάθε ιστορία έχει αφήσει πάνω μου το σημάδι της και απλά δεν αντέχω άλλο. Προτιμώ την ηρεμία μου και τις ισορροπίες μου, όπως τις έχω ορίσει πλέον εγώ. Κι αν το να είμαι δύστροπη κι απαιτητική κι επιλεκτική ισούται με καταδίκη στη μοναξιά και το ράφι, ε δε θα πεθάνουμε κιόλας. Εχω nova και ξέρω να δουλεύω το δαχτυλάκι μου. Για όλα τα άλλα, έχω τις φίλες και την οικογένεια μου, τα μόνα άτομα για τα οποία είμαι διατεθειμένη να κάνω και να υποστώ τα πάντα. Για όλους τους άλλους, δυστυχώς ή το'χουν από την αρχή ή δεν το'χουν. Δεν αποκλείω το να κάνω συμβιβασμούς στην πορεία μιας σχέσης, άλλωστε it takes two to tango, αλλά να το κουράζω από τα γεννοφάσκια για να πετύχει, όχι αγάπες μου. Χωρίς χημεία από την πρώτη μέρα είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Φιλιά.

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Συναυλία μου, αμαρτία μου


Συναυλιακός πυρετός φέτος το καλοκαίρι, όπως άλλωστε συνηθίζεται την τελευταία δεκαετία μετά τις μεγάλες επιτυχίες των Rockwave. Κάτι οι καινούριες αθλητικές εγκαταστάσεις  (τα απομεινάρια των Ολυμπιακών Αγώνων) που δυστυχώς οι αρμόδιοι δεν έχουν καταφέρει να αξιοποιήσει για την πρωταρχική τους χρήση (αθλοπαιδιές), κάτι οι νέες εταιρίες παραγωγής και οργάνωσης θεαμάτων από πρώην ποδοσφαιριστές και κάτι η δίψα μερικών επιτήδειων για εύκολο χρήμα εις βάρος του φιλοθεάμωνος ελληνικού κοινού και τσουπ βροχή τα "ονόματα" που παρήλαυσαν φέτος από την ελληνική σκηνή. Πιστή ακόλουθος κι η φώκια του motto "όπου γάμος και χαρά", δεν μπορούσα να αντισταθώ να παραβρεθώ σε ορισμένα από τα πιο δημοφιλή gigs. Τονίζω το ορισμένα, γιατί όση κι αν ήταν η περιέργεια μου να πάω στην once-in-a-lifetime συνύπαρξη των μεταλλάδων Metalica/Slayer/Megadeath/Anthrax, τα αυτιά και το στομάχι μου δεν άντεξαν την τόση ηχορύπανση. (Ψηλέ, ζητώ συγνώμη). Εντάξει, άλλωστε, είμαι mainstream τύπος, δε ντρέπομαι να το παραδεχτώ. Είναι κοινό μυστικό ότι σαν οντότητα δεν έχω μουσική παιδεία ούτε κατασταλλαγμένες μουσικές πεποιθήσεις. Αρέσκομαι σε ό,τι με διασκεδάζει την εκάστοτε στιγμή και ναι (όπως έγραψα προσφάτως και στο φατσοβιβλίο) το εύρος των μουσικών μου προτιμήσεων κυμαίνεται από τα ύψη στα πατώματα.  Εξ'ού, λοιπόν, και η παρουσία μου σε εντελώς ετερόκλητες επιλογές κι ευτυχώς η φετινή πολυ-πολιτισμική σεζόν αποζημίωσε  όλους όσους που σαν κι εμένα παρευρέθησαν στα "ό,τι να'ναι" μουσικά δρώμενα.
Παράπονο, επομένως, από την ποικιλία δεν έχω. Δόξα το θεό, άκουσα λογής λογής μουσική. Από Aerosmith, James, Pink Martini, Blues Brothers, Cranberries έως U2 και Χατζηγιάννη.  Καμία σχέση δηλαδή το ένα με το άλλο. Σε όλες όμως τις συναυλίες γινόταν ο χαμός. Παρά την κρίση, παρά τα οικονομικά προβλήματα που λίγο πολύ αντιμετωπίζουμε όλοι. Το έχω ξαναγράψει, ο κόσμος έχει δίψα, έχει ανάγκη να ακούσει, να δει, να χορέψει γιατί η διασκέδαση είναι το μόνο πράγμα (πέρα από τον έρωτα) που έχει απομείνει να μας υπενθυμίζει πως η ζωή μπορεί τελικά να είναι και ωραία. Το θέμα είναι όμως πως οι προαναφερθέντες επιτήδειοι αυτή την ανάγκη του κοινού τη γνωρίζουν καλά και την εκμεταλλεύονται στο έπακρο. Φυσικά αναφέρομαι στα υπερβολικά ποσά που αξιώνουν ως αντίτιμο του εισιτηρίου αλλά και τις μηδαμινές έως ανύπαρκτες επικουρικές υπηρεσίες που παρέχουν π.χ. στην εστίαση ή την υγιεινή.
Δεν αμφισβητώ πως τα μεγάλα ονόματα ενδεχομένως να απαιτούν υπέρογκες αμοιβές για να εμφανιστούν (και να ιδρώσουν) μιάμιση ώρα επί σκηνής και να πουν τα best of τους. Δεν αμφιβάλλω ότι και τα επιτελεία που τους ακολοθούν και στήνουν τις συναυλίες των κι αυτά κοστίζουν αρκετά λεφτά, όπως και ο εξοπλισμός ή τα σκηνικά τα οποία μεταφέρουν από χώρα σε χώρα στην τουρνέ. Πώς όμως εξηγείται το γεγονός ότι για την ίδια ακριβώς συναυλία, που θα στηθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, από τους ίδιους ανθρώπους, με τον ίδιο καλλιτέχνη, το αντίτιμο του ειστηρίου να διαφέρει από χώρα σε χώρα, με την Ελλάδα να ρεζιλεύεται διεθνώς καθώς οι εγχώριοι διοργανωτές είναι κουτοπόνηροι και στυγνοί εκμεταλλευτές; Δηλαδή, τι είμαστε εμείς, τα κορόιδα ή μήπως έχουμε καμιά φωτεινή επιγραφή στο κούτελο που αναβοσβήνει λέγοντας "λεφτάδες";
Μέχρι και την προηγούμενη εβδομάδα θεωρούσα πως φέτος πραγματικά έσκασα πάρα πολλά για τις δέκα συναυλίες που πήγα. Έλεγα, καλοί οι Aerosmith αλλά δεν ήταν και λίγα τα 70ευρώ, καλοί οι Cranberies αλλά σαν πολλά τα 45 για να τους δεις στο Θέατρο Πέτρας. Και μνημόνευα τα 20ευρώ που αξιώνουν οι Έλληνες καλλιτέχνες για τις δικές τους καλοκαιρινές συναυλίες, πραγματικά από Monika σε Αλεξίου, από Αλκίνοο Ιωαννίδη στο Χατζηγιάννη, η τιμή φιξ. Έφτασα, όμως, να μετανιώσω που κατηγορούσα τους ξένους τραγουδιστές και συγκροτήματα, γιατί συνειδητοποίσα πως τελικά ίσως και να ήταν value for money.
Εξηγούμαι: πήγα να δω το Μιχαλάκη στο Λυκαβηττό, σαν παιδούλα κι εγώ μαζί με τα χιλιάδες άλλα κοριτσόπουλα. Ο αξιότιμος εμφανίστηκε με 15λεπτά καθυστέρηση, τραγούδησε ακριβώς 30 λεπτά κι αποσύρθηκε για να μας αφήσει στα χέρια της back vocalist η οποία έχει αναδειχθεί από κάποιο μουσικό τηλεριάλιτυ και προφανώς τσιμπουκώνει το Μιχαλάκη προκειμένου κι αυτή η δόλια να κάνει κάποια καριέρα. 20λεπτά τραγουδούσε η δευτεράντζα και δε λέω είχε φωνή ανεκτή, την είχε δει όμως κάτι μεταξύ Christina Aguilera, Anastasia και Celine Dion. Το θέμα μου δεν είναι αυτή, αλλά ότι εγώ πλήρωσα και ξεποδαριάστηκα να ανέβω στα κατσάβραχα για να ακούσω και να στριγγλίσω Μιχάαααααλη, όχι να δω την κάθε κατακαημένη. Ο Μιχαλάκης βγήκε κύριος μετά (έχοντας αλλάξει ρουχαλάκια και έχοντας τραβήξει τις γραμμούλες του) και μέσα στα επόμενα  40λεπτά τραγούδησε 5 φορές το "Χέρια ψηλά" και 10 φορές "Το καλοκαίρι μου". Την έβγαλε καθαρή δηλαδή επαναλαμβάνοντας ανά 5 λεπτά τα ρεφρέν των δυο πιο εμπορικών του επιτυχιών, είπε και τρεις παλιές μπαλάντες για το ξεκάρφωμα και that's it.
Και θέτω το εξής εύλογο ερώτημα, δηλαδή τα 65 ευρώ για τους U2 δεν ήταν κατά κάποιο τρόπο τσάμπα πράμα; Οι άνθρωποι έχουν τα διπλάσια χρόνια του Μιχαλάκη-Μαλακάκη, τραγούδησαν 2 ώρες non-stop (άντε, βγάλε κάνα δεκάλεπτο όταν μας έδειχναν τις αηδίες στο videowall με τα παιδάκια που πεινάνε και την κυρία στη Mπούρμα που είναι πολιτική κρατούμενος), είχαν απίστευτα σκηνικά και παρουσία, τα τραγούδια τους είναι επικά και οι ίδιοι είναι θρύλοι. Κι έρχεται το τσουτσέκι από την Κύπρον και μας πιάνει τον κώλο ζητώντας 20ευρώ για να τραγουδήσει τα μαλακισμένα του χαζοτράγουδα μόνο για 40 λεπτά; Ε όχι. Ουστ! Όπως ουστ και σε όλους τους εξυπνάκηδες που την έχουν δει celebrities και πουλάνε μόστρα. 'Εμαθα πως αντίστοιχα χουνέρια κάνανε κι οι Placebo. Εμ, καλά έγραψε ένας γνωστός μου στο wall του τη μέρα της συναυλίας τους "placebo, έχετε να φάτε κλασίμπο". Κάτι τέτοιο χρειάζεται σε όλους όσους (ανεξαρτήτως προελεύσεως) επιδίδονται σε αρπαχτές και μας εκμεταλλεύονται. Όλα κι όλα, από εδώ και στο εξής μόνο μπουζούκια. Να μας τα παίρνει ο Αντωνάκης χοντρά αλλά τουλάχιστον να καθόμαστε αραχτοί, να ακούμε μουσική ανώτερου επιπέδου από το δάπεδο και να πνίγουμε και τον πόνο μας στα ξύδια. Φιλιά.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Ελεύθερη πτώση


Δεν έπαθα writer's block. Δεν κουράστηκα. Δε βρήκα άλλες ασχολίες. Απλά έπεσα από τις σκάλες. Κι έτσι απλά χωρίς προειδοποίηση βγήκα για λίγο εκτός κυκλοφορίας. Πρώτη μέρα στη δουλειά μετά τις διακοπές, τότε που λυσσάξανε όλοι τους κακόχρονο να 'χουνε να σχολιάζουν το "τροπικό" μαύρισμα και το πόσο καλά θα πρέπει να πέρασα στο νησί. Και τσουπ, φάε τη "σούπα" σου μέσα στο καλοκαίρι, έτσι για να έχεις να πορεύεσαι με καλό zen όλο το χειμώνα. Δώδεκα σκαλιά (έναν όροφο) τα "έγλυψε" ένα ένα ο κώλος μου και προσγειώθηκα με ένα ηχηρό "γντουπ". Ευτυχώς για μένα, δυστυχώς για πολλούς, δεν έσπασα τίποτα, τη γλίτωσα πολύ φτηνά με κακώσεις στο ισχύο και τον αγκώνα και μερικές δεκάδες μελανιές στη δεξιά πλευρά του κορμού. Για να σπάνε τη μονοτονία του προαναφερθέντος πολυμνημονευμένου μαυρίσματος. Και μια διαμονή πεντάστερη σε γνωστό "ξενοδοχείο" της παραλιακής (1000 τη βραδυά έτσι για την πλάκα μας, τύφλα να έχει το Costa Navarino δηλαδή) με πλήρη ιατρική περίθαλψη, μια πεταλουδίτσα στο χέρι και room service με gourmet φιδέ. Δηλαδή, τι άλλο να ζητήσω.
Ο γιατρός επέμενε να κάτσω σπίτι μου τέζα δέκα μέρες και να μην περπατάω ούτε μέχρι την τουαλέτα, εδώ μέσα στο νοσοκομείο και θέλανε να μου βάλουν πάπια. Μα είμεθα σοβαροί; Έκανα εγώ την πάπια. Εντάξει, έκατσα μέσα όσο μου ζητήσανε, έκανα τις εξετάσεις, πήρα τα φάρμακα (πανάθεμα τους 65 ευρώ για ένα κουτί αντιφλεγμονώδη και 8 ενέσεις, ουστ), ξεκουράστηκα τρεις μέρες και μετά βουρ στη δουλειά. Δηλαδή, τι άλλο να κάνω; Λες και θα μπορούσα να πάρω άδεια από τη δική μου δουλειά. Ο δε ντόκτορας ήθελε να μου γράψει 2 βδομάδες και με ρωτούσε αν θα έκανα μήνυση για εργατικό ατύχημα. Μεγάλε, χαλάρωσε. Μήνυση σε ποιον; Στον εαυτό μου, τη μάνα μου και τον ξάδερφο; Α, είστε πολύ άτυχη, μου δήλωσε μόλις τον ενημέρωσα για το εργασιακό μου καθεστώς. Tell me about it. Μπαταρισμένη, με πόνους, να μην μπορώ καν να οδηγήσω και να πρέπει να είμαι κάθε μέρα πρωί πρωί στου Ρέντη να μαλώνω με τους πωλητές για εισπράξεις.
Ο γέρος λένε από πέσιμο ή από χέσιμο. Δεν ξέρω ποια μυστική συνομωσία έβαλε το αόρατο χέρι και με έσπρωξε, αλλά που να σας πάρει, δεν σας έκατσε καλά η φάση. Γιατί κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. Και όπως λέει κι ο Πορτοκάλογλου, ό,τι δε μας σκοτώνει, μας κάνει πιο δυνατούς. Αναμείνατε τα χειρότερα φέτος από τη φώκια, η αποχή αυτών των 3 εβδομάδων δημιούργησε μεγάλο κενό στην εκστρατεία κραξίματος. Έχω συλλέξει πολύ υλικό. Ανασυντάσσομαι και επιστρέφω δριμύτερη, με σχολιασμό συναυλιών και λοιπών δρώμενων, με καυστηριασμό των συνήθων υπόπτων (call me kavatzopousta) και πολύ φαρσοκωμωδία από το μέτωπο των ανθρωπίνων σχέσεων. Για να σταματήσω να γράφω, χρειάζονται πιο δραστικά μέτρα, να πειράξετε ενδεχομένως τα φρένα του αμαξιού, να ρίξετε και λίγα λάδια και να γίνει καμιά σοβαρή πτώση προς Λιμανάκια πλευρά. Ούτως ή άλλως, ανέκαθεν διαισθανόμουν πως όταν θα έρθει η ώρα μου θα αποχωρήσω με πάταγο. Φιλιά.