Άκουγα για τα Σύβοτα (αυτά της Θεσπρωτίας, όχι εκείνα της Λευκάδας), είχα δει και μερικά ντοκυμαντέρ τύπου Μάγιας Τσόκλη, τα γκούγκλαρα και λίγο πριν πάρω την απόφαση να τα επισκευτώ και το τόλμησα. ΜΕΓΑ ΛΑΘΟΣ. Το να πώ ότι ήταν χάλια θα είναι επιεικές. Το να πω ότι ήταν ελεεινά, θα περιγράφει κάπως (ελάχιστα) την κατάσταση. Το να φωνάξω, όμως, ότι ήταν εμετός νομίζω ότι "φωτογραφίζει" καλύτερα τα συναισθήματα με που με πλημμύρισαν με το που έφτασα στην καταπληκτική αυτή κωμόπολη. Κι απορώ, δηλαδή, με τον υπόλοιπο κόσμο. Δηλαδή, τι σκατά τους άρεσε στη μπουρτσοβλαχιά και την αθλιότητα. Ποια "γαλάζια λίμνη" και ποια παραδεισένια ομορφιά αντικρύζουν σε αυτό το μέρος ειλικρινά αδυνατώ να εντοπίσω. Κι εξηγούμαι:
Περίοδος: τρεις μέρες μετά το Δεκαπενταύγουστο. Προφανώς, το peak της σεζόν για το εν λόγω θέρετρο. Όπερ σημαίνει μαζεμένη η σάρα και η μάρα. Ο κάθε κατακαημένος είχε επιλέξει τα Σύβοτα για τα μπάνια του λαού. Και τι λαός, ένας κι ένας διαλεχτοί: Ιταλοί μπατιροτουρίστες, Αλβαναριό σε όλο του το μεγαλείο κι από ελληνικό στοιχείο ό,τι σε πιο basse classe οικογένεια κουβαδάκι-ταπεράκι. Α και κάτι τελειωμένα ζευγαράκια της Αγίας Βλαχο-Παρασκευής που είχαν καταφτάσει προφανώς από τα βουνά και τα λαγκάδια στα οποία διαμένουν το υπόλοιπο του έτους. Κι ανάμεσα τους εγώ. Εντάξει, δεν προσποιούμαι την κόμισα (όπως με αποκαλούν ειρωνικά ορισμένοι) αλλά χειρότερο κόσμο δεν έχω δει ποτέ και πουθενά. Ήταν κάτι σαν Φαληράκι Ρόδου meets Μάλλια και Χερσόνησο, ανατολικό μπλοκ meets τουρκομπαρόκ. Yikes.
Περιττό να πω πως η απόφαση να μην παραμείνουμε στην περιοχή παρά μόνο όσο θεωρείται απολύτως αναγκαίο πάρθηκε από τα πρώτα μέτρα που διέσχισε το αμάξι μπαίνοντας στην πόλη. Και μόνο η άναρχη δόμηση και τα εντελώς κακόγουστα rooms to let που αποτελούσαν το 90% των κτιρίων, και μόνο τα άπειρα τουριστικά καταστήματα με γελοία σουβενίρ και λοιπές κιτσάτες επιλογές (μαγιώ μπικίνι Luis Vuitton Μόνο 20 ευρώ, τσάντα θαλάσσης Burberry Μόνο 15 ευρώ, καπελάκι τζόκεϋ Ralph Lauren Μόνο 10 ευρώ - οι γνωστοί οίκοι θα τρίβανε τα μάτια τους με τέτοιες λουσάτες και σικ βιτρίνες) και να μη μιλήσω για τις ταβέρνες κλασσικές τουριστοπαγίδες (τα προσφέρουν όλα από αστακομακαρονάδα μέχρι pizza σε ξυλόφουρνο, κι από μανιτάρια πλευρώτους σε μουσακά και κοκορέτσι - όλα η ίδια ταβέρνα, μη γελιέστε, δεν αναφερόμουν σε διαφορετικά εστιατόρια) ήταν αρκετά για να μας πείσουν πως η διανυκτέρευση μας προμηνυόταν τουλάχιστον μια εμπειρία επική. Και πώς να μην είναι άλλωστε, όταν για εκείνη τη μέρα τα Σύβοτα είχαν 100% πληρότητα και (εξ)αναγκαστήκαμε να μείνουμε σε μια τρώγλη για την οποία πληρώσαμε 100 ευρώ. (?).
Το καλύτερο φυσικά σας το φύλαγα για το τέλος: οι ξακουστές παραλίες με τα γάργαρα, καταπράσινα και πεντακάθαρα νερά ΜΥΘΟΣ. Παραλίες υπάρχουν άπειρες. Τις γυρίσαμε όλες, τόσο αυτές που πας μόνο με πλωτό μέσο όσο και αυτές που ήταν προσβάσιμες με το αυτοκίνητο. Το να πω ότι επικρατούσε "της Βουλιαγμένης" θα ήταν άδικο και λίγο. Όλες ανεξαιρέτως ήταν μικρές χαβούζες και μόνο η λαχτάρα να γίνω άμεσα μάνα θα μπορούσε να με πείσει να κολυμπήσω σε αυτά τα νερά. Γιατί ένα παιδί από τα τόσα κωλοβακτηρίδια σίγουρα το έπιανες. Sorry, αγάπες μου, όσο άδικη να είναι η σύγκριση με την καταπληκτική θάλασσα του Αιγαίου (και δη των Κυκλάδων) δε δίνω στα Σύβοτα κανένα απολύτως ελαφρυντικό. Καμία αμμουδιά της προκοπής, μπιτσόμπαρα περιοπής, ορδές από εκδρομικά καϊκια από την Κέρκυρα (τίγκα στους προαναφερόμενους τουρίστ μενιδιάτ) και πολλές, μα πολλές επιπλέουσες κηλίδες baby oil. Και σε όσους προσπαθήσουν να διασκεδάσουν την κατάσταση λέγοντας πως φταίει ο Αύγουστος, έχω να πω πως δυστυχώς δεν έχω το προνόμιο να πηγαίνω διακοπές το Γενάρη που τότε ενδεχομένως να μην έχει πολυκοσμία και βρωμιά. Αν εσείς μπορείτε, φυσικά και να πάτε. Να περάσετε καλά κι εγώ νονά στο "αγνώστου πατρός".