Βραδυά γκουρμέ σε ένα από τα πιο ακριβά και συνάμα most sought after εστιατόρια έζησα τις προάλλες. Ξέρω, είναι προκλητικό εν μέσω κρίσης να μιλάω για μαγαζιά όπου το να φας κοστίζει όσο το ΑΕΠ μιας μικρής χώρας, αλλά επειδή σε αυτό το μάταιο κόσμο μας έχουν μείνει λίγες χαρές και επειδή η ζωή είναι μικρή, μία στο τόσο μπορούμε να κακομαθαίνουμε τους εαυτούς μας. Πήγα, λοιπόν, μ' ένα φίλο στο funky gourmet, για το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή ήξερα ή καλύτερα είχα διαβάσει για τους χρυσούς σκούφους που του είχανε απονείμει τα τελευταία δύο χρόνια. Δε γνώριζα ούτε το background, ούτε τους σεφ, ούτε καλά καλά που βρισκόταν το μαγαζί, ευτυχώς όμως ο φίλος ήταν κατατοπισμένος και πολύ σωστά ενημερωμένος για το κάθετι αναφορικά. Άλλωστε, ήταν δική του επιθυμία να δειπνήσει κάπου ξεχωριστά και σκέφτηκε να μοιραστεί την εμπειρία μαζί μου (και τον χιλιοευχαριστώ για την τιμή). Έβαλε τα μεγάλα μέσα λοιπόν για να τρυπώσει στο καρνέ των κρατήσεων και να βρούμε τραπέζι για το ίδιο κιόλας βράδυ, παρά το ότι η λίστα αναμονής ήταν τουλάχιστον δύο εβδομάδες (πόσο νεοϋορκέζικο ακούγεται αυτό, ε;) και κάπως αργάμιση η φωκίτσα έσκασε μούρη σε ένα πανέμορφο νεοκλασικό κάπου στον Κεραμεικό, με dress code και διάθεση εντελώς για άλλα γούστα.
Το στήσιμο του μαγαζιού ήταν λιτό, η υποδοχή θερμή και γενικότερα το σέρβις ήταν ευγενικά απρόσωπο κι απρόσωπα ευγενικό. Ένας όμορφος χώρος στον πρώτο όροφο, με καμιά δεκαριά τραπέζια όλα κι όλα, άλλωστε το concept του μαγαζιού ήταν αρχικά για private dining και εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό κουβέρ. Σερβιτόροι, βοηθοί, sommelier όλοι eager να εξασφαλίσουν ένα καλό tip στο τέλος της βραδυάς, πέραν του δεόντος επεξηγηματικοί ως προς τα υλικά των πιάτων και τις ποικιλίες του κρασιού, να σου γεμίζουν τα ποτήρια και να σου αδειάζουν τα πιάτα πριν καν προλάβεις να πεις γιούχου. Οι επιλογές σε φαγητό περιορισμένες, αλά καρτ διαλέγοντας από τρία πρώτα, τέσσερα κυρίως και τρία γλυκά. Ο κατάλογος των κρασιών ήταν τουλάχιστον δέκα φορές μεγαλύτερος, εν αντιθέσει μάλλον με το μέσο όσο εστιατορίων στην Αθήνα. Alternatively, σου δίνανε την επιλογή ενός fixed μενού 16 σταδίων, που κόστιζε 100ευρώ το άτομο. Όλα πάντως οργανωμένα με ένα ύφος που δεν αφήνει περιθώρια να ελιχθείς γευστικά. άλλωστε νομίζω το notion του μαγαζιού δεν είναι να φάει ο πελάτης ό,τι θέλει, αλλά να έχει δυό εναλλακτικές σε αυτά που θέλει να του προσφέρει ο σεφ.
Όπως και να έχει, η παρουσίαση των πιάτων ήταν πρωτότυπη, ο συνδυασμός των γεύσεων αρκετά αρμονικός, η χρήση πρωτότυπων τεχνικών (που προσωπικά πρωτοείδα στα reality μαγειρικής φέτος) επιτυχημένη. Από το amuse bouche της γρανίτας χωριάτικης σαλάτας, μέχρι την ιεροτελεστία προετοιμασίας μίας πίτας φαλάφελ, από την πανδαισία αρωμάτων και χρωμάτων της σαλάτας μέχρι την ανυπαρξία πραγματικής πάστας στην αστακομακαρονάδα (που ήταν και το ακριβότερο πιάτο του καταλόγου), το φτυαράκι και η γλαστρούλα τρούφας, το δέντρο με τις σοκολατένιες ελιές, όλα μου φάνηκαν άρτια εκτελεσμένα. Η σεφ δε λυπήθηκε τις πρώτες ύλες, χρησιμοποίησε τις καλύτερες και πραγματικά έθεσε τον πήχη πολύ ψηλά στις γαστρονομικές απαιτήσεις μου. Η συνολική εμπειρία μου άφησε παρά το υπερβολικά ακριβόν τίμημα την αίσθηση ότι έφαγα πάρα πολύ καλά, value for money. Οι ποσότητες ναι, ήταν ένα θέμα, αλλά πότε δεν είναι σε τέτοιου είδους εστιατόρια; Κι άλλωστε, όταν πας να φας έντεκα το βράδυ, ε δε νομίζω ότι χρειάζεται να στουμπώσεις και στο φαγητό.
Κι αναπάντεχα έρχεται η σύγκριση με προηγούμενη μου εμπειρία σε έτερο βραβευμένο εστιατόριο πριν ενάμιση χρόνο. Που κυριολεκτικά δεν είχα φάει τίποτα, γιατί καμία γεύση δεν ταίριαζε στον ουρανίσκο μου, γιατί ο σεφ είχε προασπαθήσει υπερβολικά, γιατί ίσως παραείμαι μαθημένη στα σουβλάκια και τα άλλα ταπεινά junk food, γιατί η ατμόσφαιρα θύμιζε μαυσωλείο και γιατί μου είχανε φανεί τόσο στημένα, τόσο κυριλέ, τόσο εκτός ηλικιακού target group, τόσο μακριά από τη δική μου λαϊκή πραγματικότητα. Εν αντιθέσει με τη βραδυά στο funky gourmet, που οι γεύσεις ήταν προσιτές και οικείες, απλά η χρήση ακριβών υλικών και η παρουσίαση προσέδιδε στα πιάτα την αίγλη που το διαφοροποιεί από μια σπιτική ταβέρνα με καλομαγειρέμένα μαμαδίσια φαγάκια. Το φαγητό ήταν με μία λέξη ασύλληπτο, και για να το λέει ο πλέον μίζερος άνθρωπος στον κόσμο, σημαίνει πώς ήταν κι ακόμα παραπάνω. Ο κόσμος ήταν ανάμεικτος, από κουλτουριάρηδες σκηνοθέτες και ηθοποιούς, μέχρι ζευγαράκια, από επιχειρηματίες σε επαγγελματικό δείπνο μέχρι δυο καλούς φίλους που απλά θέλανε να κάνουν κάτι ξεχωριστό. Κι αυτή η πολυμορφία έκανε το περιβάλλον ζεστό. Κι η πινελιά που για μένα κέρδισε το άριστα ήταν που στο τέλος της βραδυάς η γλυκύτατη σεφ Γεωργιάννα Χιλιαδάκη βγήκε και χαιρέτησε έναν έναν τους πελάτες, ρωτώντας την άποψη μας και απαντώντας σε ερωτήματα σχετικά με τα πιάτα. Δε νομίζω πως ένα τόσο ακριβοθώρητο μαγαζί μπορούσε να γίνει πιο προσιτό! Συμβουλή: σπεύσατε έστω για μια φορά! Φιλιά!
Η ΠΑΓΙΔΑ ΣΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΑΓΑΖΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΣΕ ΚΑΝΟΥΝ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ, ΣΟΥ ΧΟΡΤΑΙΝΟΥΝ ΤΟ ΜΑΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ, ΤΟ ΣΤΟΜΑΧΑΚΙ ΔΕΝ ΓΕΜΙΖΕΙ, Η ΤΣΕΠΗ ΑΔΕΙΑΖΕΙ ΚΑΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΤΥΧΕΡΗ ΚΑΙ ΣΟΥ ΠΕΡΙΣΣΕΨΕΙ ΚΑΝΑ ΕΥΡΩΠΟΥΛΟ ΠΙΘΑΝΟΝ ΝΑ ΞΕΠΕΙΝΑΣΕΙΣ ΜΕ ΚΑΝΑ ΒΡΩΜΙΚΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙ ΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ''ΟΡΓΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΣΚΟΥ''.