Τσικνοπέμπτη για τους περισσότερους ισούται με ακατάσχετη κρεατοφαγία, οινοποσία και κάπνα. Χμ, όχι για όλους. Call me σπασίκλω, call me υπεράνω, call me ανώμαλη, αλλά εγώ και οι φίλες μου δεν τσικνήσαμε με τον παραδοσιακό τρόπο. Αντ'αυτού προτιμήσαμε να κάνουμε κράτηση στο δημοφιλές scala vinoteca, που για να βρεις τραπέζι πλέον θες μέσον ακόμα και τις καθημερινές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά προτιμήσαμε να φάμε και σχετικά νωρίς. ΟΚ, η αλήθεια είναι πως οι κοπέλες είχανε ήδη κατέβει Κολωνάκι από το απόγευμα να κάνουν shopping, οπότε το να επιστρέψουν στα Βουπου στα οποία διαμένουν και να ξανακατηφορίσουν κέντρο ήταν ολίγον άκυρο. Οπότε, η κράτηση μας ήταν για τις 20.30 στο μεγάλο κεντρικό τραπέζι τύπου τρώμε όλοι μαζί οι άσχετοι παρέα.
Εγώ πήγα στα καπάκια από το γραφείο κι ομολογουμένως εξεπλάγην με το γεγονός πως μου πήρε μόνο δέκα λεπτά να φτάσω και μόλις πέντε για να βρω να παρκάρω. Λες και δεν ήταν Τσικνοπέμπτη. Λες και ήταν μια χαζοδευτέρα, με τα μαγαζιά κλειστά, με λιγοστό κόσμο στο δρόμο, με πολύ κρύο. Για Κολωνάκι, το σκηνικό ήταν πολύ περίεργο, δηλαδή έβρισκες πάρκιγκ ακόμα κι επί της Σκουφά. Τελικά, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ο Ελληνάρας θέλει να φάει τη χοληστερίνη του μετά τις 22.30-23.00, για να του κάτσει καλύτερα στο στομάχι, να τρέχει μία και καλή στα εφημερεύοντα νοσοκομεία, εμ τι από τις 20.30 είναι σχεδόν απόγευμα. Πραγματικά, μέσα στο εστιατόριο εκείνη την ώρα οι μόνοι πελάτες είμασταν εμείς και μια παρέα από τουρίστες. Ο κύριος όγκος άρχισε να συρρέει μετά τις 21.30.
Τόσο το καλύτερο για μας, γιατί και την ησυχία μας είχαμε (η οχλαγωγία που ακολούθησε ήταν ανευ προηγουμένου) και πολύ καλό service. Ο sommelier ευγενικότατος υπέδειξε στη μία φίλη ποιο prosecco να συνδυάσει με το πλατώ αλλαντικών + τυριών που παραγγείλανε τα κορίτσια μέχρι να φτάσω εγώ, ο σερβιτόρος πρόθυμος πήρε την παραγγελία των κυρίως κι άλλο τόσο ταχύτατα μας σέρβιρε τα πρώτα. Ήταν πραγματικά μία από τις ομορφότερες ατμόσφαιρες που έχω ζήσει σε αθηναϊκό εστιατόριο. Το κάπνισμα δεν επιτρέπεται και οι πελάτες βγαίνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα έξω στη μικρή βεραντούλα να φουμάρουν. Φανταστείτε τη χαρά μας. Μουσική υπόκρουση δεν αντιλήφθηκα καμία, επίσης προς μεγάλην μου τέρψην, γιατί δεν είναι και λίγες οι φορές που έχω ξενερώσει σε ένα κατά τα άλλα ζεστό και φιλόξενο περιβάλλον που έχει "ντυθεί" μουσικά με λαϊκά άσματα τύπου Καζαντζίδη ή άκυρα κλισέ Ιταλικά τραγούδια τύπου O sole mio. Έλεος, καμιά φορά, η μουσική αντί να εξημερώνει τα ήθη, έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, σε κάνει να θέλεις να τα σπάσεις όλα μέσα στο εστιατόριο. Ευτυχώς, that was not the case.
Γενικά, αν και ίσως όχι η ενδεικτικότερη επιλογή να περάσει κανείς την Τσικνοπέμπτη του, φάγαμε πολύ καλά. Ήπιαμε ενημερωμένα, άλλωστε πώς να μην, όταν το μαγαζί είναι wine bar-restaurant. Και το σημαντικότερο, πληρώσαμε λογικά. 22 ευρώ το άτομο, έχοντας πάρει η κάθε μια το κυρίως της, ένα πρώτο κι από ένα ποτήρι κρασί. Πολύ καλά, αν αναλογιστεί κανείς πώς άλλη φίλη την ίδια μέρα πήγε σε ταβερνείο και πλήρωσε 35 ευρώ. Στην υπόγα. Εμείς τουλάχιστον καθόμασταν και σε καρέκλες Charles Eames. Στην ταβέρνα, απ'ότι μου είπε η κοπελιά το μόνο ατού ήταν η αποκριάτικη διακόσμηση. Κι ο ξάδερφος που πήγε κατά την προσφιλή του συνήθεια στα Βλάχικα της Βάρης πληρώσανε 40 το άτομο. Να μου πεις, αυτοί χτυπήσανε μισό αρνί, 5 κιλά παϊδάκια, 3 κοκορέτσια, 2 γαρδούμπες, 10 ορεκτικά κι εσύ κυρία μου την έβγαλες με cold cuts για αρχή και μπιφτεκάκια με μυρωδικά συνοδευόμενα απο σάλτσα γιαουρτιού ως κυρίως. Περί ορέξεως...
Τέλοσπάντων, έχοντας δειπνήσει (το "τσικνήσει" εμάς δε μας αντιπροσώπευε ουδόλως) νωρίς, μαζευτήκαμε σπίτια μας εξίσου νωρίς. Όπως περνούσα από το Σύνταγμα, αντίκρυσα ένα σύννεφο καπνών, μια θολούρα κι ανοίγοντας το παράθυρο μου ήρθε έντονη η μυρωδιά της σούβλας. Αν είναι δυνατόν, σκέφτηκα. Οι τσολιάδες έχουν στήσει ψησταριές ή μήπως στο roof garden των κυριλέ ξενοδοχείων έχουν πάρει φωτιά τα barbeque; Το μυστήριο δε λύθηκε φυσικά, η τσίκνα αναδυόταν μάλλον από άλλα σημεία της Αθήνας και είχε απλωθεί και στο κέντρο, όπως με ενημέρωσαν άλλωστε παντού επικρατούσε τοπίο στην ομίχλη. Κατέβασα γρήγορα γρήγορα το παράθυρο, γιατί τόση προσπάθεια κάναμε να κρατήσουμε το chic μαλλί και τα ρούχα μας άκαπνα (chic-no), και πήρα το δρόμο της επιστροφής (που πλέον ήταν μποτιλιαρισμένος, αφού σύσσωμος ο λαός είχε εξορμήσει προς μεζεδοπωλεία, ταβερνεία και λοιπά ξενυχτάδικα). Κι όσο εσείς χώνατε τα κοφτερά σας δόντια σε μπριζόλες και άλλα κρεατικά, εγώ έπεφτα στον ύπνο του δικαίου. Πόσο excitement να αντέξω η καψερή, η φιέστα της χοληστερίνης θα περίμενε για άλλη φορά. Φιλιά.
Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου